- καστόριος
- -α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) [κάστωρ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορανεοελλ.1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόριαρχ.(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.
Dictionary of Greek. 2013.