καστόριος

καστόριος
-α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) [κάστωρ]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα
νεοελλ.
1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)
(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”